κεφαλάρια

κεφαλάρια
η (Μ κεφαλαρέα)
το ανώτερο τμήμα τού χαλινού τών υποζυγίων που περιβάλλει το κεφάλι και συγκρατεί τη στομίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + κατάλ. -αρέα (πρβλ. μεσαρ-έα, περβολαρ-έα). Ο τ. κεφαλάρια < κεφαλαρ-έα, με συνίζηση].
————————
η
βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας διψακίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephalaria < cephal- (πρβλ. κεφαλ[ο]-) + κατάλ. -aria (Κατ. -arius)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλαρέα — και κεφαλαριά, η (Μ κεφαλαρέα και κεφαλαριά) το τμήμα τού χαλινού που προσαρμόζεται στο μέτωπο τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. αρέα (< άρι(ο)ς με την επίδραση τής κατάλ. έα)] …   Dictionary of Greek

  • БЕОТИЯ —    • Boeōtia,          Βοιωτία, область Средней Греции, граничила на севере с землей опунтских локров и Эвбейским морем, на западе с Фокидой, на юге с Коринфским заливом, Мегаридой и Аттикой и на северо востоке с Эвбейским морем и занимала… …   Реальный словарь классических древностей

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • διψακίδες — (dipsacaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των ρουβιωδών, που περιλαμβάνει μονοετείς ή διετείς πόες. Τα άνθη τους είναι κόκκινα, γαλάζια, λευκά ή κίτρινα, κυρίως ζυγόμορφα, και αναπτύσσονται κατά κεφάλια ή κατά μασχαλιαίους… …   Dictionary of Greek

  • κορυφαίος — Ο επικεφαλής του Χορού στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο οποίος κανόνιζε τις μελωδίες και τον ρυθμό των χορικών ασμάτων. Ονομαζόταν επίσης μέσος αριστερού ή τρίτος αριστερού, επειδή τον Χορό αποτελούσαν πέντε πρόσωπα και εκείνος καθόταν στη μέση,… …   Dictionary of Greek

  • κορυφιστήρ — κορυφιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. το ανώτατο άκρο κυνηγετικού διχτιού, το κορυφαίον 2. το άνω μέρος τού χαλινού, η κεφαλαριά, η κορυφαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή, μέσω ενός αμάρτυρου *κορυφίζω] …   Dictionary of Greek

  • υποδέραιο — το / ὑποδέραιον, ΝΜΑ, και ὑποδείριον Α νεοελλ. λουρί κάτω από τον λαιμό τού αλόγου, το οποίο συγκρατεί την κορυφαία, την κεφαλαρία μσν. λουρί τής πανοπλίας για τον λαιμό μσν. αρχ. γυναικείο κόσμημα τού λαιμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δειρή / δέρη …   Dictionary of Greek

  • Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… …   Dictionary of Greek

  • Λίλαια — Αρχαία πόλη της Φωκίδας. Βρισκόταν στους πρόποδες του Παρνασσού και χωριζόταν στην Επάνω και Κάτω πόλη. Η ακρόπολή της ήταν χτισμένη στην κορυφή ενός λόφου του Παρνασσού, είχε μήκος 90 μ. και πλάτος 60 μ. Τα ερείπια της Λ. βρίσκονται στις πηγές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”